ιωνικολόγος

ιωνικολόγος
ἰωνικολόγος, ὁ (Α)
αυτός που απαγγέλλει ή αφηγείται τα Ιωνικά, τα ποιήματα που είχαν συντεθεί σε ιωνικό μέτρο («ὁ ἰωνικολόγος τὰ Σωτάδου ἰωνικά ποιήματα προφέρεται», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰωνικός + -λόγος (< λόγος), πρβλ. αρχαιο-λόγος, σεμνο-λόγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἰωνικολόγος — reciter of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”